καρεκλιά, η, ουσ. [<καρέκλα + κατάλ. -ιά], χτύπημα με καρέκλα: «έφαγε μια καρεκλιά στο κεφάλι κι έπεσε τέζα»·
- παίζω καρεκλιές, μαλώνω με κάποιον ανταλλάσσοντας χτυπήματα με καρέκλες: «κάποια στιγμή παρεξηγήθηκαν οι δυο παρέες κι άρχισαν να παίζουν καρεκλιές».  (Τραγούδι: έγινα για σένα Τούρκος, να σπας εσύ στις Τζιτζιφιές, να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του κι εγώ να παίζω καρεκλιές
- πετώ καρεκλιές, εκσφενδονίζω καρέκλες: «όταν άρχισε ο καβγάς, τον είδα να πετάει καρεκλιές προς όλες τις κατευθύνσεις». (Λαϊκό τραγούδι: όπου ανοίξει ο τσαμπουκάς και πέσουνε μπουνιές, πάλι εγώ στη μέση, λεν πετούσα καρεκλιές)· 
- πέφτουν καρεκλιές, γίνεται άγριος καβγάς όπου ανταλλάσσονται χτυπήματα με καρέκλες: «μόλις έμαθαν πως πέφτουν καρεκλιές στο καφενείο, έτρεξαν όλοι να πάνε να δουν». (Λαϊκό τραγούδι: χτες το βράδυ στην ταβέρνα έπεσε μια καρεκλιά, τσακωθήκανε δυο μάγκες για μια γκόμινα παλιά)·
- ρίχνω καρεκλιές, βλ. φρ. πετώ καρεκλιές·
- του κάθισα μια καρεκλιά, τον χτύπησα με την καρέκλα, ιδίως στο κεφάλι: «πάνω στα νεύρα μου του κάθισα μια καρεκλιά και του άνοιξα το κεφάλι».